τηλεκαρδιόφωνο

τηλεκαρδιόφωνο
το, Ν
(τεχν.) μικροφωνικό στηθοσκόπιο με ηλεκτρονικό ενισχυτή, με το οποίο επιτυγχάνεται η εξ αποστάσεως ακρόαση τών ήχων τής καρδιάς καθώς και τών ήχων τών πνευμόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. telecardiophone < τηλ(ε)-* + καρδιά + φωνή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… …   Dictionary of Greek

  • τηλεστηθόφωνο — το, Ν ιατρ. το τηλεκαρδιόφωνο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”